μουστάκι


μουστάκι
Προφορά

Ετυμολογία
μουστάκι μεταγενέστερη ελληνική μουστάκιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουστάκι

✦ το πυκνό τρίχωμα των ανδρών στο επάνω χείλι: ένα λεπτό μουστάκι του έζωνε το στόμα (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ τρίχες ή νημάτια πάνω από χείλη ζώων η ψαριών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.