μουσκεύω


μουσκεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μουσκεύω αρχαία ελληνική μοσχεύω (=μεταφυτεύω παραφυάδα)

Ερμηνεία
ρήμα μουσκεύω

✦ διαβρέχω, διαποτίζω: μούσκεψε από τη βροχή – του τύλιξε το κεφάλι στο μαντίλι του, αφού το μούσκεψε πρώτα στο νερό (Π. Πρεβελάκης)
✦ φρ. τα μουσκεύω, αποτυχαίνω, τα θαλασσώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.