μουσκίδι


μουσκίδι
Προφορά

Ετυμολογία
μουσκίδι μουσκεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουσκίδι

✦ εύχρ. στη φρ. έγινα μουσκίδι, μουσκεύτηκα, καταβράχηκα: ήμουν πια κυριολεκτικώς μουσκίδι στον ιδρώτα (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.