μουσκέτο


μουσκέτο
Προφορά

Ετυμολογία
μουσκέτο └ιταλ┘moschetto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουσκέτο

✦ είδος παλιού εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου, τουφέκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.