μουσαφιρλίκι
Προφορά
Ετυμολογία
μουσαφιρλίκι └τουρκ┘misafirlik
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μουσαφιρλίκι
✦ η φιλοφρόνηση, περιποίηση σε φιλοξενούμενο ή επισκέπτη: να δείξει πώς έβανε κακό στο νου του, ήταν σα να πατούσε το ψωμί και το μουσαφιρλίκι (Π. Πρεβελάκης)
✦ πληθ. τα μουσαφιρλίκια, οι επισκέψεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–