μουσαφίρισσα


μουσαφίρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
μουσαφίρισσα └τουρκ┘misafir

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μουσαφίρισσα

✦ θηλ. μουσαφίρισσα (πληθ. μουσαφίρηδες κ. μουσαφιραίοι) ο φιλοξενούμενος, ο επισκέπτης: σκοτώθηκαν… να περιποιηθούν τους μουσαφιραίους (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.