μουσίτσα
Προφορά
Ετυμολογία
μουσίτσα υποκορ. του └ιταλ┘muso
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μουσίτσα
✦ μικρό φτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά
✦ η σκνίπα
✦ (μτφ. ) άνθρωπος πονηρός
✦ ως χαρακτηρισμός γυναίκας με πολύ λεπτό πρόσωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–