μουρντάρης


μουρντάρης
Προφορά

Ετυμολογία
μουρντάρης κατά F. Miklosich και M. Vasmer από το └τουρκ┘murdar• κατά G. Meyer ίσως από το └λατιν┘ merda (= περιττώματα)• κατά Στ. Ψάλτη από το μούργα

Ερμηνεία
επίθετο┘ μουρντάρης -α, -ικο

✦ άνθρωπος βρομερός
(μτφ. ) ο επιρρεπής σε ανηθικότητες, ακόλαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.