μουρντάρεμα


μουρντάρεμα
Προφορά

Ετυμολογία
μουρντάρεμα μουρνταρεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουρντάρεμα

✦ λέρωμα
(μτφ. ) ηθική παρεκτροπή, ανήθικη χειρονομία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.