μουρμουρητό


μουρμουρητό
Προφορά

Ετυμολογία
μουρμουρητό μουρμουρώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουρμουρητό

✦ κελάρυσμα νερού που τρέχει
✦ ψιθύρισμα: μουρμουρητό νερού ήρθε στ’ αφτιά μας (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.