μουρλός
Προφορά
Ετυμολογία
μουρλός κατά Μ. Φιλήντα, από το μωρολόγος• κατά Γ. Χατζιδάκι, από συμφυρμό των μωρός + λωλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μουρλός -ή, -ό
✦ τρελός, ανισόρροπος
✦ υπερβολικά ζωηρός, αστόχαστος
Συνώνυμα
ζουρλός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–