μουρλοπαντιέρα
Προφορά
Ετυμολογία
μουρλοπαντιέρα μουρλός + παντιέρα• η σημ. της λ. από την εικόνα της σημαίας που κυματίζει στον άνεμο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μουρλοπαντιέρα
✦ υπερβολικά ζωηρή, με ασύνετες ενέργειες, νέα γυναίκα
✦ (κατ’ επέκτ.) επιπόλαιος άνδρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–