μουράγιο


μουράγιο
Προφορά

Ετυμολογία
μουράγιο └βενετ┘ muragia

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουράγιο

✦ το χτιστό τμήμα της παραλίας προς τη θάλασσα, προκυμαία: σαν έδεναν τις ψαροπούλες στα μουράγια (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.