μουντζώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μουντζώνω └ουσ┘ μούντζα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μουντζώνω
✦ δίνω μούντζες, φασκελώνω
✦ παρατώ κάποιον ή κάτι από αγανάκτηση: είχε καλή θέση στο πανεπιστήμιο αλλά τα μούντζωσε και έφυγε για την Αμερική
✦ φρ. με μούντζωσαν – μ’ έχουν μουντζώσει, αντιμετωπίζω κακοτυχίες, δεν μου πάνε καλά τα πράγματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–