μουντζούρωμα


μουντζούρωμα
Προφορά

Ετυμολογία
μουντζούρωμα μουντζουρώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μουντζούρωμα

✦ λέρωμα από καπνιά ή άλλη ουσία
(μτφ. ) ηθικός στιγματισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.