μουνούχος


μουνούχος
Προφορά

Ετυμολογία
μουνούχος αρχαία ελληνική εὐνοῦχος (εὐνή + ἔχω) > βνούχος > μνούχος > μουνούχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μουνούχος

✦ ο ευνούχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.