μουλώχνω


μουλώχνω
Προφορά

Ετυμολογία
μουλώχνω μεσαιωνική ελληνική μουλλώνω

Ερμηνεία
ρήμα μουλώχνω

✦ ζαρώνω από φόβο, λουφάζω: έχουν τώρα μουλώξει στα κρεβάτια τους, με τα μάτια τους ανοιχτά, γεμάτα αγωνία (Β. Ρώτας)
✦ σωπαίνω, δεν μιλώ
✦ κουκουλώνω, καταχωνιάζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.