μοσχαρίσιος


μοσχαρίσιος
Προφορά

Ετυμολογία
μοσχαρίσιος └ουσ┘ μοσχάρι

Ερμηνεία
μοσχαρίσιος

✦ κ. μοσκαρίσιος, -ια, -ιο επίθ. που προέρχεται από μοσχάρι: κρέας μοσχαρίσιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.