μοσχάτος


μοσχάτος
Προφορά

Ετυμολογία
μοσχάτος └ουσ┘ μόσχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μοσχάτος -η, -ο

✦ αρωματικός, που ευωδιάζει σαν τον μόσχο
✦ το ουδ. το μοσχάτο ως ουσ., ποικιλία σταφυλιού και το παραγόμενο κρασί, ανθοσμίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.