μοσκοπουλώ


μοσκοπουλώ
Προφορά

Ετυμολογία
μοσκοπουλώ μόσχος + πουλώ

Ερμηνεία
μοσκοπουλώ

✦ κ. μοσκοπουλώ, -άς, -ά ρ. (μοσχοπούλ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) πουλώ σε πολύ καλή τιμή: μοσχοπούλαγε τις σοδειές του (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.