μορφολογικός


μορφολογικός
Προφορά

Ετυμολογία
μορφολογικός └ουσ┘ μορφολογία

Ερμηνεία
επίθετο┘ μορφολογικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη μορφολογία, ο αναφερόμενος στη μορφή, στο σχήμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μορφολογικά (Κ μορφολογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.