μορφή


μορφή
Προφορά

Ετυμολογία
μορφή αρχαία ελληνική μορφή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μορφή

✦ η εξωτερική όψη πράγματος, σχήμα, είδος
✦ το πρόσωπο του ανθρώπου
(μτφ. ) τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού
✦ φάση εξέλιξης ενός όντος, μιας ενέργειας ή καταστάσεως
✦ (για καλλιτεχνήματα και λογοτεχνήματα) η εξωτερική τους εμφάνιση σε αντιδιαστολή με την ιδέα ή το περιεχόμενο

Συνώνυμα
φόρμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.