μορφάζω


μορφάζω
Προφορά

Ετυμολογία
μορφάζω αρχαία ελληνική μορφάζω

Ερμηνεία
ρήμα μορφάζω

✦ συσπώ τους μυς του προσώπου, κάνω γκριμάτσες: με κοίταξε πάλι στραβά, δύσθυμα, μορφάζοντας δυσαρεστημένα (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.