μορμονισμός


μορμονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μορμονισμός └γαλλ┘ mormonisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μορμονισμός

✦ μια από τις αιρέσεις του προτεσταντισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.