μοριοσανίδα
Προφορά
Ετυμολογία
μοριοσανίδα – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μοριοσανίδα
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. μοριοσανίδες, βιομηχανικό προϊόν, ξυλόπλακες που παράγονται από ξυλώδη πρώτη ύλη και συνδετικές ύλες με την επενέργεια ισχυρής πίεσης υπό υψηλή θερμοκρασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–