μοργανατικός
Προφορά
Ετυμολογία
μοργανατικός μεσαιωνική ελληνική └λατιν┘ (matrimonium ad) morganaticam
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μοργανατικός -ή, -ό
✦ ο μεταξύ συζύγου από βασιλική γενιά και κοινής θνητής, κατά τον οποίο ούτε η σύζυγος ούτε τα παιδιά της κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μοργανατικώς