μορατόριουμ


μορατόριουμ
Προφορά

Ετυμολογία
μορατόριουμ └λατιν┘ moratorium

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μορατόριουμ

✦ πρόσκαιρη αναστολή ενεργειών κατόπιν επίσημης συμφωνίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.