μορέσκα
Προφορά
Ετυμολογία
μορέσκα └ιταλ┘moresca, └θηλ┘ του επιθέτου moresco (= μαυριτανικός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μορέσκα
✦ παλιός, λαϊκός, ενόπλιος χορός, αραβικής καταγωγής, που συνοδευόταν από μουσική, τραγούδι, χορευτική ξιφασκία και ήταν της μόδας από το 15ο ώς το 17ο αιώνα, από την Πορτογαλία ως την Ιταλία· στο κρητικό θέατρο, ως χορευτικό ιντερμέτζο ανάμεσα στις πράξεις του έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–