μονώνω


μονώνω
Προφορά

Ετυμολογία
μονώνω αρχαία ελληνική μονόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα μονώνω

✦ τοποθετώ χωριστά, απομονώνω
✦ (φυσ.) περιβάλλω κάτι με ύλη («μονωτική») που εμποδίζει τη δίοδο του ηλεκτρισμού, της θερμότητας ή του ήχου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.