μονώνυμος


μονώνυμος
Προφορά

Ετυμολογία
μονώνυμος μεταγενέστερη ελληνική μονώνυμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονώνυμος -η, -ο

✦ αυτός που έχει ένα μόνο όνομα
✦ ουδ. μονώνυμο ως ουσ. βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.