μονόφυλλος


μονόφυλλος
Προφορά

Ετυμολογία
μονόφυλλος μεταγενέστερη ελληνική μονόφυλλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονόφυλλος -η, -ο

✦ που έχει ένα μόνο φύλλο
✦ (για άνθη) που έχει ένα μόνο σέπαλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.