μονόφυλλο


μονόφυλλο
Προφορά

Ετυμολογία
μονόφυλλο └ουδ┘ του επιθέτου μονόφυλλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονόφυλλο

✦ έντυπο αποτελούμενο από ένα μόνο φύλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.