μονότροπος


μονότροπος
Προφορά

Ετυμολογία
μονότροπος αρχαία ελληνική μονότροπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονότροπος -η, -ο

✦ που γίνεται, υπάρχει ή ενεργεί κατά ένα μόνον τρόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα
πολύτροπος
Επιρρήματα
μονότροπα (Κ μονοτρόπως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.