μονότερμα


μονότερμα
Προφορά

Ετυμολογία
μονότερμα μόνος + τέρμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονότερμα

✦ κατά την προπόνηση παικτών ποδοσφαιρικής ομάδας, η εξάσκηση μπροστά στη μία μόνο εστία, στο ένα μόνο τέρμα
✦ φρ. παίζω κάποιον μονότερμα, διατηρώ την πρωτοβουλία των κινήσεων, επιβάλλω το ρυθμό που θέλω κατά τη διεξαγωγή αγώνα· (κ. μτφ.) υπερτερώ, επιβάλλω τους όρους, αποφάσεις, αντιλήψεις μου κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.