μονόστομος


μονόστομος
Προφορά

Ετυμολογία
μονόστομος μεταγενέστερη ελληνική μονόστομος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονόστομος -η, -ο

✦ αυτός που έχει ένα μόνο στόμα ή ένα μόνο στόμιο, άνοιγμα
(μτφ. ) ο σαν να βγήκε από ένα στόμα: άξαφνα οι Αθηναίοι με μια μονόστομη ιαχή χύθηκαν στον εχθρό (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.