μονόπτωτος


μονόπτωτος
Προφορά

Ετυμολογία
μονόπτωτος μεταγενέστερη ελληνική μονόπτωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονόπτωτος -η, -ο

✦ που έχει μία μόνο πτώση
✦ (συντακτ.) για ρήμα, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο, που συντάσσεται με μία μόνο πτώση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.