μονόπρακτος
Προφορά
Ετυμολογία
μονόπρακτος μόνος + πράττω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονόπρακτος -η, -ο
✦ ο αποτελούμενος από μια μόνο πράξη: μονόπρακτη κωμωδία
✦ (και ως ουσ.) το μονόπρακτο (ενν. έργο), θεατρικό έργο που αποτελείται από μία μόνο πράξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–