μονόπλευρος
Προφορά
Ετυμολογία
μονόπλευρος μεταγενέστερη ελληνική μονόπλευρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονόπλευρος -η, -ο
✦ που έχει μία μόνο πλευρά
✦ (μτφ. ) που ενεργεί εξετάζοντας τα πράγματα από μια μόνο πλευρά
Συνώνυμα
μονομερής
Αντίθετα
πολύπλευρος
Επιρρήματα
μονόπλευρα (Κ μονοπλεύρως)