μονόπετρο


μονόπετρο
Προφορά

Ετυμολογία
μονόπετρο └ουδ┘ του μεσαιωνική ελληνική επιθ. μονόπετρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονόπετρο

✦ δαχτυλίδι με έναν πολύτιμο λίθο, συν. διαμάντι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.