μονόλογος
Προφορά
Ετυμολογία
μονόλογος μεταγενέστερη ελληνική επίθετο μονόλογος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μονόλογος
✦ ομιλία απευθυνόμενη στο ίδιο το πρόσωπο που μιλάει
✦ θεατρικό έργο, ή σκηνή θεατρικού έργου όπου ο ηθοποιός μονολογεί
✦ ομιλία συνεχής που δεν επιτρέπει σε άλλους συζητητές να λάβουν το λόγο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–