μονόκροτο


μονόκροτο
Προφορά

Ετυμολογία
μονόκροτο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. μονόκροτος (= για πλοίο που έχει μία σειρά κουπιών)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονόκροτο

✦ είδος πολεμικού πλοίου που έχει ένα επίφρακτο πυροβολείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.