μονόκλ
Προφορά
Ετυμολογία
μονόκλ └γαλλ┘ monocle
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μονόκλ
✦ στρογγυλός φακός που προσαρμόζεται στο ένα μάτι, ο μονύελος: το μονόκλ, σφηνωμένο στο μάτι, του ‘δινε ύφος γεμάτο ευγένεια και θέληση συγκρατημένη (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–