μονωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
μονωτικός μεταγενέστερη ελληνική μονωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονωτικός -ή, -ό
✦ που απομονώνει, αποχωρίζει από το πλήθος
✦ μονωτικά υλικά, υλικά που είναι κατάλληλα για τη θερμική ή ακουστική μόνωση ενός χώρου, ή για τη μόνωση ηλεκτρικού αγωγού
✦ μονωτική ταινία, ταινία που χρησιμοποιείται για τη μόνωση ηλεκτροφόρων καλωδίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–