μοντερνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μοντερνισμός └αγγλ┘modernism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μοντερνισμός
✦ πιστή παρακολούθηση της μόδας, του εκάστοτε συρμού
✦ (καλλιτεχν.) κίνηση, ρεύμα, τάση, μέθοδος κτλ. καλλιτεχνών, συγγραφέων, αρχιτεκτόνων, συνθετών κτλ. που απορρίπτει το κλασικό και παραδοσιακό, και αναζητεί νέους τρόπους έκφρασης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–