μοντέρνος


μοντέρνος
Προφορά

Ετυμολογία
μοντέρνος └ιταλ┘moderno

Ερμηνεία
επίθετο┘ μοντέρνος -α, -ο

✦ ο σύμφωνος με τη μόδα: μοντέρνο ντύσιμο – μοντέρνα τέχνη
✦ (για πρόσ.) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις
✦ μοντέρνα τέχνη, η τέχνη που απορρίπτει το κλασικό και παραδοσιακό και υιοθετεί νέους τρόπους έκφρασης

Συνώνυμα

Αντίθετα
απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.