μοντάζ
Προφορά
Ετυμολογία
μοντάζ └γαλλ┘ montage
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μοντάζ
✦ το μοντάρισμα
✦ (κινηματογρ.) η επιλογή και σύνδεση των εικόνων που γυρίστηκαν κατά τη λήψη
✦ (τυπογρ.) συναρμολόγηση σε διαφανές φύλλο (χρωμοφάν) του υλικού που πρόκειται να εκτυπωθεί (φιλμς κειμένων, φωτογραφιών κτλ.)
✦ (φωτογρ.) συνένωση τμημάτων από διάφορες φωτογραφίες που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας νέας φωτογραφίας που να φαίνεται αυθεντική
✦ σύνθεση από διάφορες φωτογραφίες, ανεξάρτητες ή σχετικές μεταξύ τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–