μονοφυσιτισμός


μονοφυσιτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μονοφυσιτισμός μονοφυσίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μονοφυσιτισμός

✦ θρησκευτική αίρεση που δέχεται μόνο τη θεία φύση του Χριστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.