μονοτόκος


μονοτόκος
Προφορά

Ετυμολογία
μονοτόκος αρχαία ελληνική μονοτόκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονοτόκος -ος, -ο

✦ που γεννά ένα μόνο γόνο κάθε φορά

Συνώνυμα

Αντίθετα
πολυτόκος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.