μονοτάρου
Προφορά
Ετυμολογία
μονοτάρου μόνος + ταρόν (= ταχύ)
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ μονοτάρου
✦ αμέσως, στη στιγμή: σειώντας τα σπαθιά τους, πήρανε μονοτάρου την κατηφοριά (Π. Πρεβελάκης)
✦ χωρίς διακοπή, μεμιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–