μονορούφι
Προφορά
Ετυμολογία
μονορούφι μόνος + ρουφώ
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ μονορούφι
✦ με μια μόνο ρόφηση, μονομιάς: τους πέρασε από μια μποτίλια κι έδωσε το παράδειγμα αδειάζοντας μιαν άλλη μονορούφι (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) χωρίς διακοπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–